- δαρτός
- -ή, -ό (AM δαρτός, -ή, -όν)νεοελλ.1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή»)3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα»)μσν.φρ. «δαρτὸς χιτών» — ένας από τους χιτώνες τών όρχεωναρχ.1. ο γδαρμένος («ἵππων δαρτὰ πρόσωπα»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαρτά, ταψάρια χωρίς λέπια, αλλά με σκληρό δέρμα, ώστε να χρειάζονται γδάρσιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρωαντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. drta-. Από αυτό προήλθε και η γλώσσα τού Ησυχίου «δάρτινονπέπλον λινούν»].
Dictionary of Greek. 2013.